αλυκτώ — (I) ἀλυκτῶ ( έω) (Α) [ἀλύω] βλ. αλυκτάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλυκτὸς < ἀλυκ , θ. τού ρ. ἀλύσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀλυκτάζω]. (II) ( εω) (Α ἀλυκτῶ) υλακτώ* (για νεοελλ. ερμηνεύματα βλ. αλυχτώ). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑλακτώ, με αμοιβαία μετάθεση τών φωνηέντων υ και … Dictionary of Greek
αλυκτάζω — και αλυκτώ ( έω) [αλυκτώ] 1. περιπλανιέμαι ανήσυχος, φοβισμένος 2. πέφτω σε αγωνία, αμηχανία, απογοήτευση 3. φοβάμαι, κρύβομαι … Dictionary of Greek
αλαλύκτημαι — ἀλαλύκτημαι (Α) είμαι ταραγμένος ανησυχώ, αδημονώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρακείμενος τού ρ. ἀλυκτῶ*] … Dictionary of Greek
αλυχτώ — ( άω) 1. υλακτώ, γαβγίζω 2. φωνάζω, βρίζω 3. φρ. «αλυχτάει μα δεν δαγκάνει», θορυβεί, δημιουργεί φασαρία χωρίς να είναι επικίνδυνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. ἀλυκτῶ* ΙΙ. ΠΑΡ. νεοελλ. αλυχταίνω, αλύχτημα, αλυχτησιά, αλυχτιά. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλυχτομανώ … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek